ЖЕЧЬСЯ - ορισμός. Τι είναι το ЖЕЧЬСЯ
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ЖЕЧЬСЯ - ορισμός


ЖЕЧЬСЯ      
1. (1 и 2 л. не употр.).
вызывать ожог или ощущения жжения.
Утюг жжется. Крапива жжется.
2. (разг.) получать ожоги.
Ж. у плиты. Ж. об утюг.
жечься      
Ж'ЕЧЬСЯ, жгусь, жжёшься [жьжё], жгутся, ·д.н.в. не употр., прош. вр. жёгся, жглась, ·несовер.
1. Обладать способностью, свойством жечь, обжигать (·разг. ). Утюг жжется. Крапива сильно жжется.
2. Обжигаться, получать ожоги (·разг. ). Она часто жглась утюгом.
3. страд. к жечь
. Дрова жгутся неэкономно.
4. преим. 3 ·л. наст. вр. О чем-нибудь очень дорогом, недоступном по цене; то же, что кусаться
во 2 ·знач. (·фам. ·устар. ). Сахар-то нынче жжется.
жечься      
несов.
1) разг. Обладать способностью, свойством жечь, обжигать.
2) разг. Получать ожог; обжигаться.
3) перен. Кусаться (о чем-л. очень дорогом, недоступном по цене).
4) Страд. к глаг.: жечь (1,3,4).
Τι είναι ЖЕЧЬСЯ - ορισμός